- κατερείπω
- κατερείπω (AM)μετατρέπω κάτι σε ερείπιο, γκρεμίζω, κατερειπώνω (α. «σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τὰς κατοικίας», Στράβ.β. «Τροία κατερείπεται καπνῷ τρυφομένα δορίκτητος Ἀργεΐων», Ευ ρ.)αρχ.1. μτφ. διαφθείρω («γάμου καὶ παιδοποιΐας..., ἃ καὶ σὲ κατερείπει τὸν ἐρρωμενέστατον», Πλούτ.)2. (αμτβ. στον αόρ. β' και στον παρακμ.) κατήριπον, κατερήριπαέπεσα, γκρεμίστηκα («κατήριπεν εἰς μέλαν ὕδωρ», Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐρείπω «ερειπώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.