κατερείπω

κατερείπω
κατερείπω (AM)
μετατρέπω κάτι σε ερείπιο, γκρεμίζω, κατερειπώνω (α. «σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τὰς κατοικίας», Στράβ.
β. «Τροία κατερείπεται καπνῷ τρυφομένα δορίκτητος Ἀργεΐων», Ευ ρ.)
αρχ.
1. μτφ. διαφθείρω («γάμου καὶ παιδοποιΐας..., ἃ καὶ σὲ κατερείπει τὸν ἐρρωμενέστατον», Πλούτ.)
2. (αμτβ. στον αόρ. β' και στον παρακμ.) κατήριπον, κατερήριπα
έπεσα, γκρεμίστηκα («κατήριπεν εἰς μέλαν ὕδωρ», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐρείπω «ερειπώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατερείπω — throw pres subj act 1st sg κατερείπω throw pres ind act 1st sg κατερειπόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κατερειπόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερείψει — κατερείπω throw aor subj act 3rd sg (epic) κατερείπω throw fut ind mid 2nd sg κατερείπω throw fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερηριμμένα — κατερείπω throw perf part mp neut nom/voc/acc pl κατερηριμμένᾱ , κατερείπω throw perf part mp fem nom/voc/acc dual κατερηριμμένᾱ , κατερείπω throw perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερειπομένων — κατερείπω throw pres part mp fem gen pl κατερείπω throw pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερείπει — κατερείπω throw pres ind mp 2nd sg κατερείπω throw pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερείπουσιν — κατερείπω throw pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατερείπω throw pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερηριμμένον — κατερείπω throw perf part mp masc acc sg κατερείπω throw perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερηριμμένων — κατερείπω throw perf part mp fem gen pl κατερείπω throw perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερήριπε — κατερείπω throw perf imperat act 2nd sg κατερείπω throw perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερήριπεν — κατερείπω throw perf ind act 3rd sg κατερείπω throw plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”